σουτάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σουτάρω < σουτ + (παραγωγικό επίθημα) -άρω

Ρήμα

σουτάρω

  1. κάνω σουτ, εκτελώ βολή
  2. (μεταφορικά) απολύω ή διώχνω ολοκληρωτικά από μία ομάδα, ένωση κλπ.

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σουτάρω σούταρα θα σουτάρω να σουτάρω σουτάροντας
β' ενικ. σουτάρεις σούταρες θα σουτάρεις να σουτάρεις σούταρε
γ' ενικ. σουτάρει σούταρε θα σουτάρει να σουτάρει
α' πληθ. σουτάρουμε σουτάραμε θα σουτάρουμε να σουτάρουμε
β' πληθ. σουτάρετε σουτάρατε θα σουτάρετε να σουτάρετε σουτάρετε
γ' πληθ. σουτάρουν(ε) σούταραν
σουτάραν(ε)
θα σουτάρουν(ε) να σουτάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.