σος
Νέα ελληνικά
(el)
σαλάτα με
σος
γιαουρτιού
Ετυμολογία
σος
<
(
μεταγραφή
)
γαλλική
sauce
, ή απλοποιημένη γραφή του
σως
Ουσιαστικό
σος
θηλυκό
άκλιτο
(
μαγειρική
)
σάλτσα
που συνοδεύει συνήθως σαλάτες
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.