σκότωσε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsko.to.se/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκότωσε

Ρηματικός τύπος

σκότωσε

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού αορίστου του σκοτώνω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ρηματικός τύπος

σκότωσε

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.