σαπωνοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

σαπωνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σαπωνοποιώ
  2. θα σαπωνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σαπωνοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σαπωνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαπωνοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.