σαμποτέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαμποτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική saboteur αρσενικό [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.boˈteɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαμποτέρ

Ουσιαστικό

σαμποτέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • το πρόσωπο που εσκεμμένα και μυστικά προκαλεί καταστροφές στον εχθρό (στον πόλεμο) ή παρεμποδίζει τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης, αυτός που κάνει σαμποτάζ
    ταυτόσημα: δολιοφθορέας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.