σέτερ

Νέα ελληνικά (el)

Αγγλικό σέτερ

Ετυμολογία

σέτερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική setter < set

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈse.teɾ/

Ουσιαστικό

σέτερ ουδέτερο άκλιτο

  • Setter στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.