ριφιφί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ριφιφί < από την ταινία του Jules Dassin "Du rififi chez les hommes" (1955), η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Auguste le Breton

Ουσιαστικό

ριφιφί ουδέτερο άκλιτο

  • μέθοδος διάρρηξης κατά την οποία οι κλέφτες μπαίνουν πρώτα σε παρακείμενο χώρο, ανοίγουν μια τρύπα στη μεσοτοιχία και από εκεί μπαίνουν στο χώρο που αποτελεί το στόχο τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.