ριμέικ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ριμέικ < (λόγιο δάνειο) αγγλική remake [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾiˈmei̯k/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ριμέικ

Ουσιαστικό

ριμέικ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.