ρεφρέν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρεφρέν < (άμεσο δάνειο) γαλλική refrain
Ουσιαστικό
ρεφρέν ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η επωδός, το κομμάτι ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.