ρεμενικό

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.me.niˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεμενικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ρεμενικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ρεμενικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ρεμενικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.