πυριτιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πυριτιοποιώ
Συνώνυμα
- σιλανοποιώ
Αντώνυμα
- αποπυριτιοποιώ
Παράγωγα
- πυριτιοποιημένος
- πυριτιοποίηση
- πυριτιοποιώντας
Μεταφράσεις
πυριτιοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.