πρωτοπαπάδες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πρωτοπαπάδες αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτοπαπάς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπαπας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.