πρωτοδημοσιεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοδημοσιεύομαι | πρωτοδημοσιευόμουν(α) | θα πρωτοδημοσιεύομαι | να πρωτοδημοσιεύομαι | ||
| β' ενικ. | πρωτοδημοσιεύεσαι | πρωτοδημοσιευόσουν(α) | θα πρωτοδημοσιεύεσαι | να πρωτοδημοσιεύεσαι | (πρωτοδημοσιεύου) | |
| γ' ενικ. | πρωτοδημοσιεύεται | πρωτοδημοσιευόταν(ε) | θα πρωτοδημοσιεύεται | να πρωτοδημοσιεύεται | ||
| α' πληθ. | πρωτοδημοσιευόμαστε | πρωτοδημοσιευόμαστε πρωτοδημοσιευόμασταν |
θα πρωτοδημοσιευόμαστε | να πρωτοδημοσιευόμαστε | ||
| β' πληθ. | πρωτοδημοσιεύεστε | πρωτοδημοσιευόσαστε πρωτοδημοσιευόσασταν |
θα πρωτοδημοσιεύεστε | να πρωτοδημοσιεύεστε | (πρωτοδημοσιεύεστε) | |
| γ' πληθ. | πρωτοδημοσιεύονται | πρωτοδημοσιεύονταν πρωτοδημοσιευόντουσαν |
θα πρωτοδημοσιεύονται | να πρωτοδημοσιεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοδημοσιεύτηκα | θα πρωτοδημοσιευτώ | να πρωτοδημοσιευτώ | πρωτοδημοσιευτεί | ||
| β' ενικ. | πρωτοδημοσιεύτηκες | θα πρωτοδημοσιευτείς | να πρωτοδημοσιευτείς | πρωτοδημοσιεύσου | ||
| γ' ενικ. | πρωτοδημοσιεύτηκε | θα πρωτοδημοσιευτεί | να πρωτοδημοσιευτεί | |||
| α' πληθ. | πρωτοδημοσιευτήκαμε | θα πρωτοδημοσιευτούμε | να πρωτοδημοσιευτούμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοδημοσιευτήκατε | θα πρωτοδημοσιευτείτε | να πρωτοδημοσιευτείτε | πρωτοδημοσιευτείτε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοδημοσιεύτηκαν πρωτοδημοσιευτήκαν(ε) |
θα πρωτοδημοσιευτούν(ε) | να πρωτοδημοσιευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πρωτοδημοσιευτεί | είχα πρωτοδημοσιευτεί | θα έχω πρωτοδημοσιευτεί | να έχω πρωτοδημοσιευτεί | πρωτοδημοσιευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πρωτοδημοσιευτεί | είχες πρωτοδημοσιευτεί | θα έχεις πρωτοδημοσιευτεί | να έχεις πρωτοδημοσιευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοδημοσιευτεί | είχε πρωτοδημοσιευτεί | θα έχει πρωτοδημοσιευτεί | να έχει πρωτοδημοσιευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοδημοσιευτεί | είχαμε πρωτοδημοσιευτεί | θα έχουμε πρωτοδημοσιευτεί | να έχουμε πρωτοδημοσιευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοδημοσιευτεί | είχατε πρωτοδημοσιευτεί | θα έχετε πρωτοδημοσιευτεί | να έχετε πρωτοδημοσιευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοδημοσιευτεί | είχαν πρωτοδημοσιευτεί | θα έχουν πρωτοδημοσιευτεί | να έχουν πρωτοδημοσιευτεί | ||
Μεταφράσεις
πρωτοδημοσιεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.