πρωταρχίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρωταρχίζω < πρώτος + αρχίζω

Ρήμα

πρωταρχίζω

  1. κάνω κάτι για πρώτη φορά
  2. κάνω την αρχή, είμαι ο πρώτος που κάνει κάτι


Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.