πρωθυπουργεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρωθυπουργεύω < πρωθυπουργός + -εύω

Ρήμα

πρωθυπουργεύω

  1. (πολιτική) είμαι πρωθυπουργός και εκτελώ τα σχετικά καθήκοντα
  2. (πολιτική) είμαι αναπληρωτής του πρωθυπουργού, όταν λείπει

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.