προσκυνήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προσκυνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκυνώ
  2. θα προσκυνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκυνώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προσκυνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσκύνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.