προσαναλίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προσαναλίσκω
- δαπανώ επιπλέον
- ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα...εἰ δὲ μή, καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες : εαν έφταναν τα δικά μας χρήματα... αλλιώς θα ξοδεύαμε επιπλέον και από τα χρήματα φίλων μας (Πλάτων, Πρωταγ. 311d)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.