προπαγανδίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
προπαγανδίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προπαγανδίζω
- θα προπαγανδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προπαγανδίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προπαγανδίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προπαγάνδιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.