προκρίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκρίνομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

προκρίνομαι

τελικά προκρίθηκε η λύση της μεταφοράς του φορτίου με το τρένο
  • ...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.