προικίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προικίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προικίζω
  2. θα προικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προικίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προικίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προίκιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.