προελάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προελάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προελαύνω
  2. θα προελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προελαύνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προελάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προέλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.