πρασινοκέφαλη
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πρασινοκέφαλη
<
πράσινος
+
κεφάλι
Ουσιαστικό
πρασινοκέφαλη
θηλυκό
είδος
αγριόπαπιας
με πράσινο κεφάλι
Μεταφράσεις
πρασινοκέφαλη
γαλλικά
:
colvert
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.