πραγματιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πραγματιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πραγματιστικό
Επίρρημα
και πραγματιστικώς
- λογικά, πρακτικά και ψύχραιμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.