πράο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πράο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πράο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πράος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πράος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.