πουρέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πουρέ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) ιταλική purè + κατά το γαλλικό purée [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈɾe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐ρέ
Αναφορές
- πουρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.