πουρέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουρέ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) ιταλική purè + κατά το γαλλικό purée [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /puˈɾe/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουρέ

Ουσιαστικό

πουρέ ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) άκλιτη μορφή του πουρές

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πουρέ

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πουρέ

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.