πορτμονέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πορτμονέ < γαλλική porte-monnaie (πορτοφόλι)
Ουσιαστικό
πορτμονέ ουδέτερο άκλιτο
- είδος γλυκίσματος που φτιάχνεται από στρογγυλή ζύμη διπλωμένη στα δύο, με μαρμελάδα στη μέση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.