πολυσύχναστων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολυσύχναστων

  1. γενική πληθυντικού του πολυσύχναστος
  2. γενική πληθυντικού του πολυσύχναστη
  3. γενική πληθυντικού του πολυσύχναστο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.