πολυσύχναστο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολυσύχναστο

  1. αιτιατική ενικού του πολυσύχναστος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυσύχναστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.