πολλώ μάλλον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολλώ μάλλον < αρχαία ελληνική πολλῷ μᾶλλον (δοτική) (Πλάτωνος Φαίδων p80e)
Έκφραση
πολλώ μάλλον
- (με επιτακτική έννοια) πολύ περισσότερο
- Ακόμα και ο καθηγητής δυσκολεύτηκε να λύσει το πρόβλημα, πολλώ μάλλον οι μαθητές.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.