ποικιλοτρόπως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποικιλοτρόπως < ποικιλότροπος + -ως

Επίρρημα

ποικιλοτρόπως

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.