πλαφόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλαφόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική plafond[1] (=οροφή)

Ουσιαστικό

πλαφόν ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικονομία) το ανώτατο όριο (παραγωγής, προγραμματισμού)
  2. το μέγιστο παραγωγής, πρόβλεψης, προγραμματισμού κ.τ.λ. που μπορεί να ξεπεράσει κανείς
  3. η μέγιστη τιμή πώλησης - διάθεσης αγαθών, ή υπηρεσιών.

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.