πλαφόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλαφόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική plafond[1] (=οροφή)
Ουσιαστικό
πλαφόν ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) το ανώτατο όριο (παραγωγής, προγραμματισμού)
- το μέγιστο παραγωγής, πρόβλεψης, προγραμματισμού κ.τ.λ. που μπορεί να ξεπεράσει κανείς
- η μέγιστη τιμή πώλησης - διάθεσης αγαθών, ή υπηρεσιών.
Παράγωγα
Μεταφράσεις
- πλαφόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.