πλαφονιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαφονιέρα | οι | πλαφονιέρες |
| γενική | της | πλαφονιέρας | — | |
| αιτιατική | την | πλαφονιέρα | τις | πλαφονιέρες |
| κλητική | πλαφονιέρα | πλαφονιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pla.foˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐φο‐νιέ‐ρα
Ουσιαστικό
πλαφονιέρα θηλυκό
Μεταφράσεις
πλαφονιέρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.