πλατύπυγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
πλατύπυγος -ος/-η, -ο
- (ελληνιστική κοινή) που έχει πλατιά οπίσθια
- (ελληνιστική κοινή) (για πλοίο) που έχει πλατιά ύφαλα
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu @wikisource
- πλατύπυγα δὲ ποιοῦσι καὶ ὑψίπρυμνα καὶ ὑψόπρωιρα διὰ τὰς ἀμπώτεις͵ δρυΐνης ὕλης ἧς ἐστιν εὐπορία· διόπερ οὐ συνάγουσι τὰς ἁρμονίας τῶν σανίδων, ἀλλʼ ἀραιώματα καταλείπουσι·
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu @wikisource
Πηγές
- πλατύπυγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλατύπυγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.