πλατύπυγος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πλατύπυγος < πλατυ- / πλατύς + -πυγος / πυγή (οπίσθια)

Επίθετο

πλατύπυγος -ος/-η, -ο

  1. (ελληνιστική κοινή) που έχει πλατιά οπίσθια
  2. (ελληνιστική κοινή) (για πλοίο) που έχει πλατιά ύφαλα
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 4.4, 1 @perseus.tufts.edu @wikisource
    πλατύπυγα δὲ ποιοῦσι καὶ ὑψίπρυμνα καὶ ὑψόπρωιρα διὰ τὰς ἀμπώτεις͵ δρυΐνης ὕλης ἧς ἐστιν εὐπορία· διόπερ οὐ συνάγουσι τὰς ἁρμονίας τῶν σανίδων, ἀλλʼ ἀραιώματα καταλείπουσι·

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.