πιεζοηλεκτρισμοί
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πιεζοηλεκτρισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του πιεζοηλεκτρισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.