πιάνω κουβέντα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
πιάνω κουβέντα
- αρχίζω να κουβεντιάζω με κάποιον, ξεκινώ μια συζήτηση με κάποιον, συχνά άγνωστο
- είχε σκοπό να την πλησιάσει και να της πιάσει κουβέντα, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.