περιφλεγή
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περιφλεγή
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περιφλεγής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιφλεγής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.