περισῴζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περισῴζω < περι- + σῴζω

Ρήμα

περισῴζω

  1. περισώζω, διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα σε άλλους ή άλλα που καταστράφηκαν
    τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων (Δίων Κάσσιος, 46.50.)
  2. σώζω από θάνατο ή από καταστροφή
    Λακεδαιμονίοις τοῑς περισώσασιν ἡμᾱς (Ξενοφών, Ἑλληνικά, 2.3.25)
      εἰ μὴ μόνον τοὺς ἀρχηγέτας, ἀλλὰ καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε;
    να διασώσετε όχι πια μόνο τους γενάρχες, αλλά ολόκληρη την πόλη;
    (Ξενοφών, Ἑλληνικά, 6.5.47 (Μετάφραση: Ρόδης Ρούφος @greek-language.gr)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.