περισφίγγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περισφίγγω < αρχαία ελληνική περισφίγγω < περί + σφίγγω
Συγγενικά
- περισφιγμένος
- περίσφιγξη / περίσφιξη
- → δείτε τις λέξεις περί και σφίγγω
Μεταφράσεις
περισφίγγω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.