περικαρπιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περικαρπιακά < περικαρπιακός + -ά
Μεταφράσεις
περικαρπιακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περικαρπιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περικαρπιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.