περιηγητισμοί
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
περιηγητισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του περιηγητισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.