περιελίξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

περιελίξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιελίσσω
  2. θα περιελίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιελίσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

περιελίξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιέλιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.