περίσσωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
περίσσωμα < περισσεύω
Ουσιαστικό
περίσσωμα ουδέτερο (αττική διάλεκτος: περίττωμα)
- κάθε τι που περισσεύει
- (ειδικότερα) κάθε τι που προέρχεται από τη διαδικασία της πέψης των τροφών και αποβάλλεται είτε σαν περίττωμα είτε σαν εμετός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.