πενταπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πενταπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πενταπλασιάζω | πενταπλασίαζα | θα πενταπλασιάζω | να πενταπλασιάζω | πενταπλασιάζοντας | |
| β' ενικ. | πενταπλασιάζεις | πενταπλασίαζες | θα πενταπλασιάζεις | να πενταπλασιάζεις | πενταπλασίαζε | |
| γ' ενικ. | πενταπλασιάζει | πενταπλασίαζε | θα πενταπλασιάζει | να πενταπλασιάζει | ||
| α' πληθ. | πενταπλασιάζουμε | πενταπλασιάζαμε | θα πενταπλασιάζουμε | να πενταπλασιάζουμε | ||
| β' πληθ. | πενταπλασιάζετε | πενταπλασιάζατε | θα πενταπλασιάζετε | να πενταπλασιάζετε | πενταπλασιάζετε | |
| γ' πληθ. | πενταπλασιάζουν(ε) | πενταπλασίαζαν πενταπλασιάζαν(ε) |
θα πενταπλασιάζουν(ε) | να πενταπλασιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πενταπλασίασα | θα πενταπλασιάσω | να πενταπλασιάσω | πενταπλασιάσει | ||
| β' ενικ. | πενταπλασίασες | θα πενταπλασιάσεις | να πενταπλασιάσεις | πενταπλασίασε | ||
| γ' ενικ. | πενταπλασίασε | θα πενταπλασιάσει | να πενταπλασιάσει | |||
| α' πληθ. | πενταπλασιάσαμε | θα πενταπλασιάσουμε | να πενταπλασιάσουμε | |||
| β' πληθ. | πενταπλασιάσατε | θα πενταπλασιάσετε | να πενταπλασιάσετε | πενταπλασιάστε | ||
| γ' πληθ. | πενταπλασίασαν πενταπλασιάσαν(ε) |
θα πενταπλασιάσουν(ε) | να πενταπλασιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πενταπλασιάσει | είχα πενταπλασιάσει | θα έχω πενταπλασιάσει | να έχω πενταπλασιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πενταπλασιάσει | είχες πενταπλασιάσει | θα έχεις πενταπλασιάσει | να έχεις πενταπλασιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πενταπλασιάσει | είχε πενταπλασιάσει | θα έχει πενταπλασιάσει | να έχει πενταπλασιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πενταπλασιάσει | είχαμε πενταπλασιάσει | θα έχουμε πενταπλασιάσει | να έχουμε πενταπλασιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πενταπλασιάσει | είχατε πενταπλασιάσει | θα έχετε πενταπλασιάσει | να έχετε πενταπλασιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πενταπλασιάσει | είχαν πενταπλασιάσει | θα έχουν πενταπλασιάσει | να έχουν πενταπλασιάσει |
| |
Μεταφράσεις
πενταπλασιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.