πεδικλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεδικλώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος πεδικλώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πεδικλώνομαι | πεδικλωνόμουν(α) | θα πεδικλώνομαι | να πεδικλώνομαι | ||
| β' ενικ. | πεδικλώνεσαι | πεδικλωνόσουν(α) | θα πεδικλώνεσαι | να πεδικλώνεσαι | (πεδικλώνου) | |
| γ' ενικ. | πεδικλώνεται | πεδικλωνόταν(ε) | θα πεδικλώνεται | να πεδικλώνεται | ||
| α' πληθ. | πεδικλωνόμαστε | πεδικλωνόμαστε πεδικλωνόμασταν |
θα πεδικλωνόμαστε | να πεδικλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | πεδικλώνεστε | πεδικλωνόσαστε πεδικλωνόσασταν |
θα πεδικλώνεστε | να πεδικλώνεστε | (πεδικλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | πεδικλώνονται | πεδικλώνονταν πεδικλωνόντουσαν |
θα πεδικλώνονται | να πεδικλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πεδικλώθηκα | θα πεδικλωθώ | να πεδικλωθώ | πεδικλωθεί | ||
| β' ενικ. | πεδικλώθηκες | θα πεδικλωθείς | να πεδικλωθείς | πεδικλώσου | ||
| γ' ενικ. | πεδικλώθηκε | θα πεδικλωθεί | να πεδικλωθεί | |||
| α' πληθ. | πεδικλωθήκαμε | θα πεδικλωθούμε | να πεδικλωθούμε | |||
| β' πληθ. | πεδικλωθήκατε | θα πεδικλωθείτε | να πεδικλωθείτε | πεδικλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | πεδικλώθηκαν πεδικλωθήκαν(ε) |
θα πεδικλωθούν(ε) | να πεδικλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πεδικλωθεί | είχα πεδικλωθεί | θα έχω πεδικλωθεί | να έχω πεδικλωθεί | πεδικλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πεδικλωθεί | είχες πεδικλωθεί | θα έχεις πεδικλωθεί | να έχεις πεδικλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πεδικλωθεί | είχε πεδικλωθεί | θα έχει πεδικλωθεί | να έχει πεδικλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεδικλωθεί | είχαμε πεδικλωθεί | θα έχουμε πεδικλωθεί | να έχουμε πεδικλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πεδικλωθεί | είχατε πεδικλωθεί | θα έχετε πεδικλωθεί | να έχετε πεδικλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεδικλωθεί | είχαν πεδικλωθεί | θα έχουν πεδικλωθεί | να έχουν πεδικλωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.