παύω τόξον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
παύω τόξον
- αφήνω το τόξο μου στην άκρη, σταματώ να χρησιμοποιώ το τόξο μου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 279
- νῦν μὲν παῦσαι τόξον, ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν·
- προσώρας το τόξο να το βάλετε στην άκρη και στους αθάνατους ν᾽ αφήσετε [την τελική απόφαση]
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- νῦν μὲν παῦσαι τόξον, ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 279
Πηγές
- παύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.