πατροπαραδότως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατροπαραδότως < πατροπαράδοτ(ος) + -ως
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tɾo.pa.ɾaˈðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρο‐πα‐ρα‐δό‐τως
Μεταφράσεις
πατροπαραδότως
|
→ δείτε τη λέξη πατροπαράδοτα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.