παρερμηνεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρερμηνεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρερμηνεύω
  2. θα παρερμηνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρερμηνεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρερμηνεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρερμήνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.