παραφουσκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
παραφουσκώνομαι< παρα- + φουσκώνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραφουσκώνομαι | παραφουσκωνόμουν(α) | θα παραφουσκώνομαι | να παραφουσκώνομαι | ||
| β' ενικ. | παραφουσκώνεσαι | παραφουσκωνόσουν(α) | θα παραφουσκώνεσαι | να παραφουσκώνεσαι | (παραφουσκώνου) | |
| γ' ενικ. | παραφουσκώνεται | παραφουσκωνόταν(ε) | θα παραφουσκώνεται | να παραφουσκώνεται | ||
| α' πληθ. | παραφουσκωνόμαστε | παραφουσκωνόμαστε παραφουσκωνόμασταν |
θα παραφουσκωνόμαστε | να παραφουσκωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | παραφουσκώνεστε | παραφουσκωνόσαστε παραφουσκωνόσασταν |
θα παραφουσκώνεστε | να παραφουσκώνεστε | (παραφουσκώνεστε) | |
| γ' πληθ. | παραφουσκώνονται | παραφουσκώνονταν παραφουσκωνόντουσαν |
θα παραφουσκώνονται | να παραφουσκώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραφουσκώθηκα | θα παραφουσκωθώ | να παραφουσκωθώ | παραφουσκωθεί | ||
| β' ενικ. | παραφουσκώθηκες | θα παραφουσκωθείς | να παραφουσκωθείς | παραφουσκώσου | ||
| γ' ενικ. | παραφουσκώθηκε | θα παραφουσκωθεί | να παραφουσκωθεί | |||
| α' πληθ. | παραφουσκωθήκαμε | θα παραφουσκωθούμε | να παραφουσκωθούμε | |||
| β' πληθ. | παραφουσκωθήκατε | θα παραφουσκωθείτε | να παραφουσκωθείτε | παραφουσκωθείτε | ||
| γ' πληθ. | παραφουσκώθηκαν παραφουσκωθήκαν(ε) |
θα παραφουσκωθούν(ε) | να παραφουσκωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παραφουσκωθεί | είχα παραφουσκωθεί | θα έχω παραφουσκωθεί | να έχω παραφουσκωθεί | παραφουσκωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις παραφουσκωθεί | είχες παραφουσκωθεί | θα έχεις παραφουσκωθεί | να έχεις παραφουσκωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παραφουσκωθεί | είχε παραφουσκωθεί | θα έχει παραφουσκωθεί | να έχει παραφουσκωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραφουσκωθεί | είχαμε παραφουσκωθεί | θα έχουμε παραφουσκωθεί | να έχουμε παραφουσκωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παραφουσκωθεί | είχατε παραφουσκωθεί | θα έχετε παραφουσκωθεί | να έχετε παραφουσκωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραφουσκωθεί | είχαν παραφουσκωθεί | θα έχουν παραφουσκωθεί | να έχουν παραφουσκωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.