παρασόλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρασόλ < ιταλική parasole ή γαλλική parasol

Ουσιαστικό

παρασόλ ουδέτερο άκλιτο

  • ομπρέλα για τον ήλιο, το αλεξήλιο
      Σε άλλους αιώνες το «παρασόλ» – ή κοινώς η ομπρέλα για τον ήλιο – αποτελούσε απαραίτητο ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό αξεσουάρ (Το Βήμα, Επιστροφή στο… παρασόλ!, 21 Μαρτίου 2013 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.