παρασιωπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρασιωπώ < αρχαία ελληνική παρασιωπάω / παρασιωπῶ
Συγγενικά
- παρασιωπημένος
- παρασιώπηση
- → δείτε τις λέξεις παρά και σιωπή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρασιωπάω - παρασιωπώ | παρασιωπούσα | θα παρασιωπάω - παρασιωπώ | να παρασιωπάω - παρασιωπώ | παρασιωπώντας | |
| β' ενικ. | παρασιωπάς | παρασιωπούσες | θα παρασιωπάς | να παρασιωπάς | παρασιώπα - παρασιώπαγε | |
| γ' ενικ. | παρασιωπάει - παρασιωπά | παρασιωπούσε | θα παρασιωπάει - παρασιωπά | να παρασιωπάει - παρασιωπά | ||
| α' πληθ. | παρασιωπάμε - παρασιωπούμε | παρασιωπούσαμε | θα παρασιωπάμε - παρασιωπούμε | να παρασιωπάμε - παρασιωπούμε | ||
| β' πληθ. | παρασιωπάτε | παρασιωπούσατε | θα παρασιωπάτε | να παρασιωπάτε | παρασιωπάτε | |
| γ' πληθ. | παρασιωπάν(ε) - παρασιωπούν(ε) | παρασιωπούσαν(ε) | θα παρασιωπάν(ε) - παρασιωπούν(ε) | να παρασιωπάν(ε) - παρασιωπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρασιώπησα | θα παρασιωπήσω | να παρασιωπήσω | παρασιωπήσει | ||
| β' ενικ. | παρασιώπησες | θα παρασιωπήσεις | να παρασιωπήσεις | παρασιώπα - παρασιώπησε | ||
| γ' ενικ. | παρασιώπησε | θα παρασιωπήσει | να παρασιωπήσει | |||
| α' πληθ. | παρασιωπήσαμε | θα παρασιωπήσουμε | να παρασιωπήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρασιωπήσατε | θα παρασιωπήσετε | να παρασιωπήσετε | παρασιωπήστε | ||
| γ' πληθ. | παρασιώπησαν παρασιωπήσαν(ε) |
θα παρασιωπήσουν(ε) | να παρασιωπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρασιωπήσει | είχα παρασιωπήσει | θα έχω παρασιωπήσει | να έχω παρασιωπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρασιωπήσει | είχες παρασιωπήσει | θα έχεις παρασιωπήσει | να έχεις παρασιωπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρασιωπήσει | είχε παρασιωπήσει | θα έχει παρασιωπήσει | να έχει παρασιωπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρασιωπήσει | είχαμε παρασιωπήσει | θα έχουμε παρασιωπήσει | να έχουμε παρασιωπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρασιωπήσει | είχατε παρασιωπήσει | θα έχετε παρασιωπήσει | να έχετε παρασιωπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρασιωπήσει | είχαν παρασιωπήσει | θα έχουν παρασιωπήσει | να έχουν παρασιωπήσει |
| |
Μεταφράσεις
παρασιωπώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.